- μακροσκοπικός
- Χαρακτηρισμός, κυρίως της στατιστικής φυσικής, για ένα φυσικό σύστημα που περιέχει πολύ μεγάλο αριθμό σωματίων, είτε μορίων είτε ατόμων. Γενικότερα γίνεται λόγος για μ. περιγραφή φαινομένων, με την έννοια της μελέτης φαινομένων τέτοιας τάξης μεγέθους που να γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων, οπότε γίνεται χρήση μεταβλητών μεγάλης κλίμακας όπως είναι η πίεση και ο όγκος. Τα φυσικά φαινόμενα σε μ. επίπεδο οφείλονται γενικά σε αλληλεπιδράσεις μεταξύ μικροσκοπικών συστημάτων. Για παράδειγμα, το μαγνητικό πεδίο ενός κρυστάλλου σιδήρου έχει την προέλευσή του στο ατομικό επίπεδο: η ύπαρξή του μπορεί να εξηγηθεί από τις στοιχειώδεις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων του σιδήρου, των οποίων οι μαγνητικές ροπές προσανατολίζονται προς μία προτιμώμενη διεύθυνση. Τα μ. συστήματα υπακούουν στην κλασική μηχανική, είτε νευτώνεια είτε σχετικιστική.
* * *-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μακροσκοπία2. αυτός που μπορεί να τόν δει κάποιος με γυμνό οφθαλμό ή με απλό μεγεθυντικό φακό, σε αντιδιαστολή με τον μικροσκοπικό, τον οποίο βλέπει κανείς με μικροσκόπιο3. φρ. «μακροσκοπική κατάσταση»φυσ. η περιγραφή ενός συστήματος σωματιδίων με τη βοήθεια χονδρικών ή μέσων μεγεθών του, χωρίς να περιγράφεται διεξοδικά η συμπεριφορά καθενός από τα συστατικά του, αλλ. μακροκατάσταση.επίρρ...μακροσκοπικώςμε τρόπο μακροσκοπικό, με γυμνό οφθαλμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μακροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.